Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παχύρραβδος
παχύρριζος
παχύρρυγχος
πᾶχυς
παχύς
παχύσαρκος
παχυσκελής
πάχυσμα
παχυσμός
παχύσπερμος
παχύστομος
παχύτης
παχυτράχηλος
παχύφλοιος
παχύφωνος
παχυχειλής
παχύχυμος
πάων
πεδανός
πεδαρτάω
πεδαφορά
View word page
παχύστομος
speaking broad
ShortDef
speaking broad
Debugging
Headword:
παχύστομος
Headword (normalized):
παχύστομος
Headword (normalized/stripped):
παχυστομος
IDX:
67472
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67473
Key:
Data
{'content': 'speaking broad'}