Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παχύπους
παχύριν
παχύρραβδος
παχύρριζος
παχύρρυγχος
πᾶχυς
παχύς
παχύσαρκος
παχυσκελής
πάχυσμα
παχυσμός
παχύσπερμος
παχύστομος
παχύτης
παχυτράχηλος
παχύφλοιος
παχύφωνος
παχυχειλής
παχύχυμος
πάων
πεδανός
View word page
παχυσμός
a growing fat

ShortDef

a growing fat

Debugging

Headword:
παχυσμός
Headword (normalized):
παχυσμός
Headword (normalized/stripped):
παχυσμος
IDX:
67470
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67471
Key:

Data

{'content': 'a growing fat'}