Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παχύνω
παχύπους
παχύριν
παχύρραβδος
παχύρριζος
παχύρρυγχος
πᾶχυς
παχύς
παχύσαρκος
παχυσκελής
πάχυσμα
παχυσμός
παχύσπερμος
παχύστομος
παχύτης
παχυτράχηλος
παχύφλοιος
παχύφωνος
παχυχειλής
παχύχυμος
πάων
View word page
πάχυσμα
thickening

ShortDef

thickening

Debugging

Headword:
πάχυσμα
Headword (normalized):
πάχυσμα
Headword (normalized/stripped):
παχυσμα
IDX:
67469
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67470
Key:

Data

{'content': 'thickening'}