Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παχυντικός
παχύνω
παχύπους
παχύριν
παχύρραβδος
παχύρριζος
παχύρρυγχος
πᾶχυς
παχύς
παχύσαρκος
παχυσκελής
πάχυσμα
παχυσμός
παχύσπερμος
παχύστομος
παχύτης
παχυτράχηλος
παχύφλοιος
παχύφωνος
παχυχειλής
παχύχυμος
View word page
παχυσκελής
thick-legged
ShortDef
thick-legged
Debugging
Headword:
παχυσκελής
Headword (normalized):
παχυσκελής
Headword (normalized/stripped):
παχυσκελης
IDX:
67468
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67469
Key:
Data
{'content': 'thick-legged'}