Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παχύνοος
πάχυνσις
παχυντικός
παχύνω
παχύπους
παχύριν
παχύρραβδος
παχύρριζος
παχύρρυγχος
πᾶχυς
παχύς
παχύσαρκος
παχυσκελής
πάχυσμα
παχυσμός
παχύσπερμος
παχύστομος
παχύτης
παχυτράχηλος
παχύφλοιος
παχύφωνος
View word page
παχύς
thick, stout
ShortDef
thick, stout
Debugging
Headword:
παχύς
Headword (normalized):
παχύς
Headword (normalized/stripped):
παχυς
IDX:
67466
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67467
Key:
Data
{'content': 'thick, stout'}