Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παχυμερής
παχυνευρέω
παχύνοος
πάχυνσις
παχυντικός
παχύνω
παχύπους
παχύριν
παχύρραβδος
παχύρριζος
παχύρρυγχος
πᾶχυς
παχύς
παχύσαρκος
παχυσκελής
πάχυσμα
παχυσμός
παχύσπερμος
παχύστομος
παχύτης
παχυτράχηλος
View word page
παχύρρυγχος
thick-snouted

ShortDef

thick-snouted

Debugging

Headword:
παχύρρυγχος
Headword (normalized):
παχύρρυγχος
Headword (normalized/stripped):
παχυρρυγχος
IDX:
67464
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67465
Key:

Data

{'content': 'thick-snouted'}