Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παχυμέρεια
παχυμερής
παχυνευρέω
παχύνοος
πάχυνσις
παχυντικός
παχύνω
παχύπους
παχύριν
παχύρραβδος
παχύρριζος
παχύρρυγχος
πᾶχυς
παχύς
παχύσαρκος
παχυσκελής
πάχυσμα
παχυσμός
παχύσπερμος
παχύστομος
παχύτης
View word page
παχύρριζος
with thick roots

ShortDef

with thick roots

Debugging

Headword:
παχύρριζος
Headword (normalized):
παχύρριζος
Headword (normalized/stripped):
παχυρριζος
IDX:
67463
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67464
Key:

Data

{'content': 'with thick roots'}