Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παχύκνημος
παχυλός
παχυμέρεια
παχυμερής
παχυνευρέω
παχύνοος
πάχυνσις
παχυντικός
παχύνω
παχύπους
παχύριν
παχύρραβδος
παχύρριζος
παχύρρυγχος
πᾶχυς
παχύς
παχύσαρκος
παχυσκελής
πάχυσμα
παχυσμός
παχύσπερμος
View word page
παχύριν
thick-nosed
ShortDef
thick-nosed
Debugging
Headword:
παχύριν
Headword (normalized):
παχύριν
Headword (normalized/stripped):
παχυριν
IDX:
67461
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67462
Key:
Data
{'content': 'thick-nosed'}