Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παχυκάλαμος
παχύκαυλος
παχύκνημος
παχυλός
παχυμέρεια
παχυμερής
παχυνευρέω
παχύνοος
πάχυνσις
παχυντικός
παχύνω
παχύπους
παχύριν
παχύρραβδος
παχύρριζος
παχύρρυγχος
πᾶχυς
παχύς
παχύσαρκος
παχυσκελής
πάχυσμα
View word page
παχύνω
to thicken, fatten
ShortDef
to thicken, fatten
Debugging
Headword:
παχύνω
Headword (normalized):
παχύνω
Headword (normalized/stripped):
παχυνω
IDX:
67459
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67460
Key:
Data
{'content': 'to thicken, fatten'}