Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παχύθριξ
παχυκάλαμος
παχύκαυλος
παχύκνημος
παχυλός
παχυμέρεια
παχυμερής
παχυνευρέω
παχύνοος
πάχυνσις
παχυντικός
παχύνω
παχύπους
παχύριν
παχύρραβδος
παχύρριζος
παχύρρυγχος
πᾶχυς
παχύς
παχύσαρκος
παχυσκελής
View word page
παχυντικός
having the power of thickening
ShortDef
having the power of thickening
Debugging
Headword:
παχυντικός
Headword (normalized):
παχυντικός
Headword (normalized/stripped):
παχυντικος
IDX:
67458
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67459
Key:
Data
{'content': 'having the power of thickening'}