Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παχύδερμος
παχύθριξ
παχυκάλαμος
παχύκαυλος
παχύκνημος
παχυλός
παχυμέρεια
παχυμερής
παχυνευρέω
παχύνοος
πάχυνσις
παχυντικός
παχύνω
παχύπους
παχύριν
παχύρραβδος
παχύρριζος
παχύρρυγχος
πᾶχυς
παχύς
παχύσαρκος
View word page
πάχυνσις
thickening

ShortDef

thickening

Debugging

Headword:
πάχυνσις
Headword (normalized):
πάχυνσις
Headword (normalized/stripped):
παχυνσις
IDX:
67457
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67458
Key:

Data

{'content': 'thickening'}