Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παχυδερμία
παχύδερμος
παχύθριξ
παχυκάλαμος
παχύκαυλος
παχύκνημος
παχυλός
παχυμέρεια
παχυμερής
παχυνευρέω
παχύνοος
πάχυνσις
παχυντικός
παχύνω
παχύπους
παχύριν
παχύρραβδος
παχύρριζος
παχύρρυγχος
πᾶχυς
παχύς
View word page
παχύνοος
thick-witted
ShortDef
thick-witted
Debugging
Headword:
παχύνοος
Headword (normalized):
παχύνοος
Headword (normalized/stripped):
παχυνοος
IDX:
67456
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67457
Key:
Data
{'content': 'thick-witted'}