Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παχύδενδρος
παχυδερμέω
παχυδερμία
παχύδερμος
παχύθριξ
παχυκάλαμος
παχύκαυλος
παχύκνημος
παχυλός
παχυμέρεια
παχυμερής
παχυνευρέω
παχύνοος
πάχυνσις
παχυντικός
παχύνω
παχύπους
παχύριν
παχύρραβδος
παχύρριζος
παχύρρυγχος
View word page
παχυμερής
consisting of thick

ShortDef

consisting of thick

Debugging

Headword:
παχυμερής
Headword (normalized):
παχυμερής
Headword (normalized/stripped):
παχυμερης
IDX:
67454
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67455
Key:

Data

{'content': 'consisting of thick'}