Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παχυβλεφαρία
παχυδάκτυλος
παχύδενδρος
παχυδερμέω
παχυδερμία
παχύδερμος
παχύθριξ
παχυκάλαμος
παχύκαυλος
παχύκνημος
παχυλός
παχυμέρεια
παχυμερής
παχυνευρέω
παχύνοος
πάχυνσις
παχυντικός
παχύνω
παχύπους
παχύριν
παχύρραβδος
View word page
παχυλός
thickish
ShortDef
thickish
Debugging
Headword:
παχυλός
Headword (normalized):
παχυλός
Headword (normalized/stripped):
παχυλος
IDX:
67452
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67453
Key:
Data
{'content': 'thickish'}