Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παχύαιμος
παχυβλεφαρία
παχυδάκτυλος
παχύδενδρος
παχυδερμέω
παχυδερμία
παχύδερμος
παχύθριξ
παχυκάλαμος
παχύκαυλος
παχύκνημος
παχυλός
παχυμέρεια
παχυμερής
παχυνευρέω
παχύνοος
πάχυνσις
παχυντικός
παχύνω
παχύπους
παχύριν
View word page
παχύκνημος
with stout calves

ShortDef

with stout calves

Debugging

Headword:
παχύκνημος
Headword (normalized):
παχύκνημος
Headword (normalized/stripped):
παχυκνημος
IDX:
67451
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67452
Key:

Data

{'content': 'with stout calves'}