Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πάχος
παχύαιμος
παχυβλεφαρία
παχυδάκτυλος
παχύδενδρος
παχυδερμέω
παχυδερμία
παχύδερμος
παχύθριξ
παχυκάλαμος
παχύκαυλος
παχύκνημος
παχυλός
παχυμέρεια
παχυμερής
παχυνευρέω
παχύνοος
πάχυνσις
παχυντικός
παχύνω
παχύπους
View word page
παχύκαυλος
with a thick stalk

ShortDef

with a thick stalk

Debugging

Headword:
παχύκαυλος
Headword (normalized):
παχύκαυλος
Headword (normalized/stripped):
παχυκαυλος
IDX:
67450
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67451
Key:

Data

{'content': 'with a thick stalk'}