Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παχνώδης
πάχος
παχύαιμος
παχυβλεφαρία
παχυδάκτυλος
παχύδενδρος
παχυδερμέω
παχυδερμία
παχύδερμος
παχύθριξ
παχυκάλαμος
παχύκαυλος
παχύκνημος
παχυλός
παχυμέρεια
παχυμερής
παχυνευρέω
παχύνοος
πάχυνσις
παχυντικός
παχύνω
View word page
παχυκάλαμος
thick-stalked
ShortDef
thick-stalked
Debugging
Headword:
παχυκάλαμος
Headword (normalized):
παχυκάλαμος
Headword (normalized/stripped):
παχυκαλαμος
IDX:
67449
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67450
Key:
Data
{'content': 'thick-stalked'}