Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παχνόω
παχνώδης
πάχος
παχύαιμος
παχυβλεφαρία
παχυδάκτυλος
παχύδενδρος
παχυδερμέω
παχυδερμία
παχύδερμος
παχύθριξ
παχυκάλαμος
παχύκαυλος
παχύκνημος
παχυλός
παχυμέρεια
παχυμερής
παχυνευρέω
παχύνοος
πάχυνσις
παχυντικός
View word page
παχύθριξ
with thick hair

ShortDef

with thick hair

Debugging

Headword:
παχύθριξ
Headword (normalized):
παχύθριξ
Headword (normalized/stripped):
παχυθριξ
IDX:
67448
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67449
Key:

Data

{'content': 'with thick hair'}