Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πάχης
πάχνη
παχνήεις
παχνόω
παχνώδης
πάχος
παχύαιμος
παχυβλεφαρία
παχυδάκτυλος
παχύδενδρος
παχυδερμέω
παχυδερμία
παχύδερμος
παχύθριξ
παχυκάλαμος
παχύκαυλος
παχύκνημος
παχυλός
παχυμέρεια
παχυμερής
παχυνευρέω
View word page
παχυδερμέω
to be thick-skinned

ShortDef

to be thick-skinned

Debugging

Headword:
παχυδερμέω
Headword (normalized):
παχυδερμέω
Headword (normalized/stripped):
παχυδερμεω
IDX:
67445
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67446
Key:

Data

{'content': 'to be thick-skinned'}