Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πάχετος
πάχης
πάχνη
παχνήεις
παχνόω
παχνώδης
πάχος
παχύαιμος
παχυβλεφαρία
παχυδάκτυλος
παχύδενδρος
παχυδερμέω
παχυδερμία
παχύδερμος
παχύθριξ
παχυκάλαμος
παχύκαυλος
παχύκνημος
παχυλός
παχυμέρεια
παχυμερής
View word page
παχύδενδρος
thick with trees

ShortDef

thick with trees

Debugging

Headword:
παχύδενδρος
Headword (normalized):
παχύδενδρος
Headword (normalized/stripped):
παχυδενδρος
IDX:
67444
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67445
Key:

Data

{'content': 'thick with trees'}