Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Πάφος
πάχετος
πάχης
πάχνη
παχνήεις
παχνόω
παχνώδης
πάχος
παχύαιμος
παχυβλεφαρία
παχυδάκτυλος
παχύδενδρος
παχυδερμέω
παχυδερμία
παχύδερμος
παχύθριξ
παχυκάλαμος
παχύκαυλος
παχύκνημος
παχυλός
παχυμέρεια
View word page
παχυδάκτυλος
thick-fingered

ShortDef

thick-fingered

Debugging

Headword:
παχυδάκτυλος
Headword (normalized):
παχυδάκτυλος
Headword (normalized/stripped):
παχυδακτυλος
IDX:
67443
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67444
Key:

Data

{'content': 'thick-fingered'}