Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παφλάζω
πάφλασμα
Πάφος
πάχετος
πάχης
πάχνη
παχνήεις
παχνόω
παχνώδης
πάχος
παχύαιμος
παχυβλεφαρία
παχυδάκτυλος
παχύδενδρος
παχυδερμέω
παχυδερμία
παχύδερμος
παχύθριξ
παχυκάλαμος
παχύκαυλος
παχύκνημος
View word page
παχύαιμος
thick-blooded

ShortDef

thick-blooded

Debugging

Headword:
παχύαιμος
Headword (normalized):
παχύαιμος
Headword (normalized/stripped):
παχυαιμος
IDX:
67441
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67442
Key:

Data

{'content': 'thick-blooded'}