Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παύω
Παφλαγονία
Παφλαγών
παφλάζω
πάφλασμα
Πάφος
πάχετος
πάχης
πάχνη
παχνήεις
παχνόω
παχνώδης
πάχος
παχύαιμος
παχυβλεφαρία
παχυδάκτυλος
παχύδενδρος
παχυδερμέω
παχυδερμία
παχύδερμος
παχύθριξ
View word page
παχνόω
to congeal, make solid

ShortDef

to congeal, make solid

Debugging

Headword:
παχνόω
Headword (normalized):
παχνόω
Headword (normalized/stripped):
παχνοω
IDX:
67438
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67439
Key:

Data

{'content': 'to congeal, make solid'}