Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παύσυβρις
παυσώδυνος
παυσωλή
παύω
Παφλαγονία
Παφλαγών
παφλάζω
πάφλασμα
Πάφος
πάχετος
πάχης
πάχνη
παχνήεις
παχνόω
παχνώδης
πάχος
παχύαιμος
παχυβλεφαρία
παχυδάκτυλος
παχύδενδρος
παχυδερμέω
View word page
πάχης
fleshy, stout

ShortDef

fleshy, stout

Debugging

Headword:
πάχης
Headword (normalized):
πάχης
Headword (normalized/stripped):
παχης
IDX:
67435
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67436
Key:

Data

{'content': 'fleshy, stout'}