Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παυστήριος
παύσυβρις
παυσώδυνος
παυσωλή
παύω
Παφλαγονία
Παφλαγών
παφλάζω
πάφλασμα
Πάφος
πάχετος
πάχης
πάχνη
παχνήεις
παχνόω
παχνώδης
πάχος
παχύαιμος
παχυβλεφαρία
παχυδάκτυλος
παχύδενδρος
View word page
πάχετος
massive
ShortDef
massive
Debugging
Headword:
πάχετος
Headword (normalized):
πάχετος
Headword (normalized/stripped):
παχετος
IDX:
67434
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67435
Key:
Data
{'content': 'massive'}