Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παυστέος
παυστήρ
παυστήριος
παύσυβρις
παυσώδυνος
παυσωλή
παύω
Παφλαγονία
Παφλαγών
παφλάζω
πάφλασμα
Πάφος
πάχετος
πάχης
πάχνη
παχνήεις
παχνόω
παχνώδης
πάχος
παχύαιμος
παχυβλεφαρία
View word page
πάφλασμα
a boiling
ShortDef
a boiling
Debugging
Headword:
πάφλασμα
Headword (normalized):
πάφλασμα
Headword (normalized/stripped):
παφλασμα
IDX:
67432
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67433
Key:
Data
{'content': 'a boiling'}