Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παυσίνοσος
παυσινύσταλος
παυσίπονος
παῦσις
παυστέον
παυστέος
παυστήρ
παυστήριος
παύσυβρις
παυσώδυνος
παυσωλή
παύω
Παφλαγονία
Παφλαγών
παφλάζω
πάφλασμα
Πάφος
πάχετος
πάχης
πάχνη
παχνήεις
View word page
παυσωλή
rest
ShortDef
rest
Debugging
Headword:
παυσωλή
Headword (normalized):
παυσωλή
Headword (normalized/stripped):
παυσωλη
IDX:
67427
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67428
Key:
Data
{'content': 'rest'}