Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πατρωνεύω
πατρωνίκιον
πατρωνικός
πατρώνισσα
πατρωνυμέομαι
πατρωνυμία
πατρωνυμικός
πατρωνύμιος
πατρώνυμος
πατρῷος
πατρωός
πάτρως
πατταλίας
πάτωρ
παῦλα
Παῦλος
παυράκι
παυρίδιος
παυροεπής
παῦρος
παυσάνεμος
View word page
πατρωός
stepfather
ShortDef
stepfather
Debugging
Headword:
πατρωός
Headword (normalized):
πατρωός
Headword (normalized/stripped):
πατρωος
IDX:
67400
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67401
Key:
Data
{'content': 'stepfather'}