Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πατρυιός
πατρωϊστής
πάτρων
πατρωνεία
πατρωνεύω
πατρωνίκιον
πατρωνικός
πατρώνισσα
πατρωνυμέομαι
πατρωνυμία
πατρωνυμικός
πατρωνύμιος
πατρώνυμος
πατρῷος
πατρωός
πάτρως
πατταλίας
πάτωρ
παῦλα
Παῦλος
παυράκι
View word page
πατρωνυμικός
derived from one's father's name, patronymic

ShortDef

derived from one's father's name, patronymic

Debugging

Headword:
πατρωνυμικός
Headword (normalized):
πατρωνυμικός
Headword (normalized/stripped):
πατρωνυμικος
IDX:
67396
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67397
Key:

Data

{'content': "derived from one's father's name, patronymic"}