Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πατροφόνος
πατροφόντης
πατρυιός
πατρωϊστής
πάτρων
πατρωνεία
πατρωνεύω
πατρωνίκιον
πατρωνικός
πατρώνισσα
πατρωνυμέομαι
πατρωνυμία
πατρωνυμικός
πατρωνύμιος
πατρώνυμος
πατρῷος
πατρωός
πάτρως
πατταλίας
πάτωρ
παῦλα
View word page
πατρωνυμέομαι
have the patronymic formed
ShortDef
have the patronymic formed
Debugging
Headword:
πατρωνυμέομαι
Headword (normalized):
πατρωνυμέομαι
Headword (normalized/stripped):
πατρωνυμεομαι
IDX:
67394
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67395
Key:
Data
{'content': 'have the patronymic formed'}