Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πατροφάγος
πατροφονεύς
πατροφονέω
πατροφόνος
πατροφόντης
πατρυιός
πατρωϊστής
πάτρων
πατρωνεία
πατρωνεύω
πατρωνίκιον
πατρωνικός
πατρώνισσα
πατρωνυμέομαι
πατρωνυμία
πατρωνυμικός
πατρωνύμιος
πατρώνυμος
πατρῷος
πατρωός
πάτρως
View word page
πατρωνίκιον
rights of a patron

ShortDef

rights of a patron

Debugging

Headword:
πατρωνίκιον
Headword (normalized):
πατρωνίκιον
Headword (normalized/stripped):
πατρωνικιον
IDX:
67391
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67392
Key:

Data

{'content': 'rights of a patron'}