Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀναφορμίζομαι
ἀνάφορον
ἀναφράζω
ἀναφράσσω
ἀναφρίζω
ἀναφρίσσω
ἀναφροδισία
ἀναφρόδιτος
ἀναφρονέω
ἀναφροντίζω
ἄναφρος
ἀναφρύγω
ἀναφυγή
ἀναφύησις
ἀναφυλάσσω
ἀναφυράω
ἀναφύρω
ἀναφυσάω
ἀναφύσημα
ἀναφύσησις
ἀναφυσητός
View word page
ἄναφρος
without froth

ShortDef

without froth

Debugging

Headword:
ἄναφρος
Headword (normalized):
ἄναφρος
Headword (normalized/stripped):
αναφρος
IDX:
6738
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6739
Key:

Data

{'content': 'without froth'}