Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πατροτύπτης
πατροτυψία
πατροῦχος
πατροφάγος
πατροφονεύς
πατροφονέω
πατροφόνος
πατροφόντης
πατρυιός
πατρωϊστής
πάτρων
πατρωνεία
πατρωνεύω
πατρωνίκιον
πατρωνικός
πατρώνισσα
πατρωνυμέομαι
πατρωνυμία
πατρωνυμικός
πατρωνύμιος
πατρώνυμος
View word page
πάτρων
patronus
ShortDef
patronus
Debugging
Headword:
πάτρων
Headword (normalized):
πάτρων
Headword (normalized/stripped):
πατρων
IDX:
67388
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67389
Key:
Data
{'content': 'patronus'}