Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πατροτυπία
πατροτύπτης
πατροτυψία
πατροῦχος
πατροφάγος
πατροφονεύς
πατροφονέω
πατροφόνος
πατροφόντης
πατρυιός
πατρωϊστής
πάτρων
πατρωνεία
πατρωνεύω
πατρωνίκιον
πατρωνικός
πατρώνισσα
πατρωνυμέομαι
πατρωνυμία
πατρωνυμικός
πατρωνύμιος
View word page
πατρωϊστής
worshipper of a θεὸς πατρῷος

ShortDef

worshipper of a θεὸς πατρῷος

Debugging

Headword:
πατρωϊστής
Headword (normalized):
πατρωϊστής
Headword (normalized/stripped):
πατρωιστης
IDX:
67387
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67388
Key:

Data

{'content': 'worshipper of a θεὸς πατρῷος'}