Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πατροστερής
πατροτυπία
πατροτύπτης
πατροτυψία
πατροῦχος
πατροφάγος
πατροφονεύς
πατροφονέω
πατροφόνος
πατροφόντης
πατρυιός
πατρωϊστής
πάτρων
πατρωνεία
πατρωνεύω
πατρωνίκιον
πατρωνικός
πατρώνισσα
πατρωνυμέομαι
πατρωνυμία
πατρωνυμικός
View word page
πατρυιός
stepfather

ShortDef

stepfather

Debugging

Headword:
πατρυιός
Headword (normalized):
πατρυιός
Headword (normalized/stripped):
πατρυιος
IDX:
67386
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67387
Key:

Data

{'content': 'stepfather'}