Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πατροποίητος
πατρορραίστης
πατροστερής
πατροτυπία
πατροτύπτης
πατροτυψία
πατροῦχος
πατροφάγος
πατροφονεύς
πατροφονέω
πατροφόνος
πατροφόντης
πατρυιός
πατρωϊστής
πάτρων
πατρωνεία
πατρωνεύω
πατρωνίκιον
πατρωνικός
πατρώνισσα
πατρωνυμέομαι
View word page
πατροφόνος
parricidal, parricide

ShortDef

parricidal, parricide

Debugging

Headword:
πατροφόνος
Headword (normalized):
πατροφόνος
Headword (normalized/stripped):
πατροφονος
IDX:
67384
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67385
Key:

Data

{'content': 'parricidal, parricide'}