Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πατροπαράδοσις
πατροπαράδοτος
πατροπάτωρ
πατροποίητος
πατρορραίστης
πατροστερής
πατροτυπία
πατροτύπτης
πατροτυψία
πατροῦχος
πατροφάγος
πατροφονεύς
πατροφονέω
πατροφόνος
πατροφόντης
πατρυιός
πατρωϊστής
πάτρων
πατρωνεία
πατρωνεύω
πατρωνίκιον
View word page
πατροφάγος
devouring one's patrimony, spendthrift

ShortDef

devouring one's patrimony, spendthrift

Debugging

Headword:
πατροφάγος
Headword (normalized):
πατροφάγος
Headword (normalized/stripped):
πατροφαγος
IDX:
67381
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67382
Key:

Data

{'content': "devouring one's patrimony, spendthrift"}