Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πατρονόμος
πατροπαράδοσις
πατροπαράδοτος
πατροπάτωρ
πατροποίητος
πατρορραίστης
πατροστερής
πατροτυπία
πατροτύπτης
πατροτυψία
πατροῦχος
πατροφάγος
πατροφονεύς
πατροφονέω
πατροφόνος
πατροφόντης
πατρυιός
πατρωϊστής
πάτρων
πατρωνεία
πατρωνεύω
View word page
πατροῦχος
holding from the father

ShortDef

holding from the father

Debugging

Headword:
πατροῦχος
Headword (normalized):
πατροῦχος
Headword (normalized/stripped):
πατρουχος
IDX:
67380
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67381
Key:

Data

{'content': 'holding from the father'}