Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πατρονομία
πατρονομικός
πατρονόμος
πατροπαράδοσις
πατροπαράδοτος
πατροπάτωρ
πατροποίητος
πατρορραίστης
πατροστερής
πατροτυπία
πατροτύπτης
πατροτυψία
πατροῦχος
πατροφάγος
πατροφονεύς
πατροφονέω
πατροφόνος
πατροφόντης
πατρυιός
πατρωϊστής
πάτρων
View word page
πατροτύπτης
one who beats his father

ShortDef

one who beats his father

Debugging

Headword:
πατροτύπτης
Headword (normalized):
πατροτύπτης
Headword (normalized/stripped):
πατροτυπτης
IDX:
67378
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67379
Key:

Data

{'content': 'one who beats his father'}