Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πατρομήτωρ
πατρομύστης
πατρονομέω
πατρονομία
πατρονομικός
πατρονόμος
πατροπαράδοσις
πατροπαράδοτος
πατροπάτωρ
πατροποίητος
πατρορραίστης
πατροστερής
πατροτυπία
πατροτύπτης
πατροτυψία
πατροῦχος
πατροφάγος
πατροφονεύς
πατροφονέω
πατροφόνος
πατροφόντης
View word page
πατρορραίστης
parricide
ShortDef
parricide
Debugging
Headword:
πατρορραίστης
Headword (normalized):
πατρορραίστης
Headword (normalized/stripped):
πατρορραιστης
IDX:
67375
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67376
Key:
Data
{'content': 'parricide'}