Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πατροκτόνος
πατρολάθησις
πατρολέτωρ
πατρομήτωρ
πατρομύστης
πατρονομέω
πατρονομία
πατρονομικός
πατρονόμος
πατροπαράδοσις
πατροπαράδοτος
πατροπάτωρ
πατροποίητος
πατρορραίστης
πατροστερής
πατροτυπία
πατροτύπτης
πατροτυψία
πατροῦχος
πατροφάγος
πατροφονεύς
View word page
πατροπαράδοτος
handed down from one's fathers, inherited
ShortDef
handed down from one's fathers, inherited
Debugging
Headword:
πατροπαράδοτος
Headword (normalized):
πατροπαράδοτος
Headword (normalized/stripped):
πατροπαραδοτος
IDX:
67372
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67373
Key:
Data
{'content': "handed down from one's fathers, inherited"}