Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πατροκτονέω
πατροκτονία
πατροκτόνιον
πατροκτόνος
πατρολάθησις
πατρολέτωρ
πατρομήτωρ
πατρομύστης
πατρονομέω
πατρονομία
πατρονομικός
πατρονόμος
πατροπαράδοσις
πατροπαράδοτος
πατροπάτωρ
πατροποίητος
πατρορραίστης
πατροστερής
πατροτυπία
πατροτύπτης
πατροτυψία
View word page
πατρονομικός
pertaining to fatherly rule

ShortDef

pertaining to fatherly rule

Debugging

Headword:
πατρονομικός
Headword (normalized):
πατρονομικός
Headword (normalized/stripped):
πατρονομικος
IDX:
67369
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67370
Key:

Data

{'content': 'pertaining to fatherly rule'}