Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πατροκασίγνητος
Πάτροκλος
πατροκόμος
πατροκτονέω
πατροκτονία
πατροκτόνιον
πατροκτόνος
πατρολάθησις
πατρολέτωρ
πατρομήτωρ
πατρομύστης
πατρονομέω
πατρονομία
πατρονομικός
πατρονόμος
πατροπαράδοσις
πατροπαράδοτος
πατροπάτωρ
πατροποίητος
πατρορραίστης
πατροστερής
View word page
πατρομύστης
one whose father was a μύστης, hereditary μύστης
ShortDef
one whose father was a μύστης, hereditary μύστης
Debugging
Headword:
πατρομύστης
Headword (normalized):
πατρομύστης
Headword (normalized/stripped):
πατρομυστης
IDX:
67366
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67367
Key:
Data
{'content': 'one whose father was a μύστης, hereditary μύστης'}