Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πατρόθεν
πατροκασιγνήτη
πατροκασίγνητος
Πάτροκλος
πατροκόμος
πατροκτονέω
πατροκτονία
πατροκτόνιον
πατροκτόνος
πατρολάθησις
πατρολέτωρ
πατρομήτωρ
πατρομύστης
πατρονομέω
πατρονομία
πατρονομικός
πατρονόμος
πατροπαράδοσις
πατροπαράδοτος
πατροπάτωρ
πατροποίητος
View word page
πατρολέτωρ
a parricide
ShortDef
a parricide
Debugging
Headword:
πατρολέτωρ
Headword (normalized):
πατρολέτωρ
Headword (normalized/stripped):
πατρολετωρ
IDX:
67364
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67365
Key:
Data
{'content': 'a parricide'}