Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πατροδίδακτος
πατροδώρητος
πατρόθεν
πατροκασιγνήτη
πατροκασίγνητος
Πάτροκλος
πατροκόμος
πατροκτονέω
πατροκτονία
πατροκτόνιον
πατροκτόνος
πατρολάθησις
πατρολέτωρ
πατρομήτωρ
πατρομύστης
πατρονομέω
πατρονομία
πατρονομικός
πατρονόμος
πατροπαράδοσις
πατροπαράδοτος
View word page
πατροκτόνος
murdering one's father, parricidal

ShortDef

murdering one's father, parricidal

Debugging

Headword:
πατροκτόνος
Headword (normalized):
πατροκτόνος
Headword (normalized/stripped):
πατροκτονος
IDX:
67362
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67363
Key:

Data

{'content': "murdering one's father, parricidal"}