Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πατρογένειος
πατρογενής
πατρογέρων
πατροδίδακτος
πατροδώρητος
πατρόθεν
πατροκασιγνήτη
πατροκασίγνητος
Πάτροκλος
πατροκόμος
πατροκτονέω
πατροκτονία
πατροκτόνιον
πατροκτόνος
πατρολάθησις
πατρολέτωρ
πατρομήτωρ
πατρομύστης
πατρονομέω
πατρονομία
πατρονομικός
View word page
πατροκτονέω
to murder one's father

ShortDef

to murder one's father

Debugging

Headword:
πατροκτονέω
Headword (normalized):
πατροκτονέω
Headword (normalized/stripped):
πατροκτονεω
IDX:
67359
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67360
Key:

Data

{'content': "to murder one's father"}