Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πατρόβουλος
πατρογένειος
πατρογενής
πατρογέρων
πατροδίδακτος
πατροδώρητος
πατρόθεν
πατροκασιγνήτη
πατροκασίγνητος
Πάτροκλος
πατροκόμος
πατροκτονέω
πατροκτονία
πατροκτόνιον
πατροκτόνος
πατρολάθησις
πατρολέτωρ
πατρομήτωρ
πατρομύστης
πατρονομέω
πατρονομία
View word page
πατροκόμος
taking care of her father
ShortDef
taking care of her father
Debugging
Headword:
πατροκόμος
Headword (normalized):
πατροκόμος
Headword (normalized/stripped):
πατροκομος
IDX:
67358
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67359
Key:
Data
{'content': 'taking care of her father'}