Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πατριωτικός
πατρόβουλος
πατρογένειος
πατρογενής
πατρογέρων
πατροδίδακτος
πατροδώρητος
πατρόθεν
πατροκασιγνήτη
πατροκασίγνητος
Πάτροκλος
πατροκόμος
πατροκτονέω
πατροκτονία
πατροκτόνιον
πατροκτόνος
πατρολάθησις
πατρολέτωρ
πατρομήτωρ
πατρομύστης
πατρονομέω
View word page
Πάτροκλος
Patroclus
ShortDef
Patroclus
Debugging
Headword:
Πάτροκλος
Headword (normalized):
πάτροκλος
Headword (normalized/stripped):
πατροκλος
IDX:
67357
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67358
Key:
Data
{'content': 'Patroclus'}