Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πατρίς
πατριώτης
πατριωτικός
πατρόβουλος
πατρογένειος
πατρογενής
πατρογέρων
πατροδίδακτος
πατροδώρητος
πατρόθεν
πατροκασιγνήτη
πατροκασίγνητος
Πάτροκλος
πατροκόμος
πατροκτονέω
πατροκτονία
πατροκτόνιον
πατροκτόνος
πατρολάθησις
πατρολέτωρ
πατρομήτωρ
View word page
πατροκασιγνήτη
father's sister

ShortDef

father's sister

Debugging

Headword:
πατροκασιγνήτη
Headword (normalized):
πατροκασιγνήτη
Headword (normalized/stripped):
πατροκασιγνητη
IDX:
67355
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67356
Key:

Data

{'content': "father's sister"}