Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πάτριος
πατρίς
πατριώτης
πατριωτικός
πατρόβουλος
πατρογένειος
πατρογενής
πατρογέρων
πατροδίδακτος
πατροδώρητος
πατρόθεν
πατροκασιγνήτη
πατροκασίγνητος
Πάτροκλος
πατροκόμος
πατροκτονέω
πατροκτονία
πατροκτόνιον
πατροκτόνος
πατρολάθησις
πατρολέτωρ
View word page
πατρόθεν
from one’s father

ShortDef

from one’s father

Debugging

Headword:
πατρόθεν
Headword (normalized):
πατρόθεν
Headword (normalized/stripped):
πατροθεν
IDX:
67354
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67355
Key:

Data

{'content': 'from one’s father'}